- ἐκκλησιαστικός
- ἐκκλησιαστικόςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκκλησιαστικός — ή, ό (AM ἐκκλησιαστικός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκκλησία τού Χριστού («εκκλησιαστική ιστορία, μουσική, ζωή, αγιογραφία κ.λπ.») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐκκλησιαστικά οι υποθέσεις τής Εκκλησίας, ό,τι σχετίζεται με… … Dictionary of Greek
εκκλησιαστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εκκλησία του Χριστού, στη χριστιανική θρησκεία: Εκκλησιαστική μουσική. 2. που γίνεται σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες: Εκκλησιαστικός γάμος. 3. το ουδ. πληθ. ως ουσ., εκκλησιαστικά οι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Εκκλησιαστικός Φάρος — Περιοδικό του πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Ιδρύθηκε το 1908 και εξακολούθησε να εκδίδεται τακτικά έως το 1951. Από το 1961 και μετά, και κυρίως από το 1969, εκδόθηκαν μερικά τεύχη του, σε πολύ αραιά χρονικά διαστήματα. Πρώτος διευθυντής του… … Dictionary of Greek
ἐκκλησιαστικά — ἐκκλησιαστικός of neut nom/voc/acc pl ἐκκλησιαστικά̱ , ἐκκλησιαστικός of fem nom/voc/acc dual ἐκκλησιαστικά̱ , ἐκκλησιαστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκλησιαστικώτερον — ἐκκλησιαστικός of adverbial comp ἐκκλησιαστικός of masc acc comp sg ἐκκλησιαστικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκλησιαστικῶν — ἐκκλησιαστικός of fem gen pl ἐκκλησιαστικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκλησιαστικόν — ἐκκλησιαστικός of masc acc sg ἐκκλησιαστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπαδάριος — Εκκλησιαστικός τίτλος που απονεμόταν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε δύο κατώτερους κληρικούς, έργο των οποίων ήταν η συντήρηση και ο καθαρισμός των λαμπάδων των εκκλησιών. Επίσης, οι λ. κρατούσαν τις λαμπάδες την ώρα που εισερχόταν ο… … Dictionary of Greek
Ουλφίλας — Εκκλησιαστικός ηγέτης των Βησιγότθων. Το 341 χειροτονήθηκε «επίσκοπος των Γότθων» στην Κωνσταντινούπολη. Επιδόθηκε με ζήλο στη διάδοση του χριστιανισμού (με τη μορφή του αρειανισμού), ανάμεσα στις γερμανικές φυλές. Ο Ο. θεωρείται εφευρέτης του… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών — Εκκλησιαστικός οργανισμός που τον ίδρυσαν το 1948 στο Άμστερνταμ αντιπρόσωποι 147 εκκλησιών από 44 χώρες. Κατά τη σχετική διακήρυξη, πρόκειται για αδελφότητα Εκκλησιών οι οποίες ομολογούν πίστη στον Ιησού και επιθυμούν να συνεργαστούν για τη δόξα … Dictionary of Greek